Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια στροφή προς διαδικασίες λήψης αποφάσεων πιο δημοκρατικές, συμμετοχικές, έξω από συγκεντρωτικά θεσμικά μοντέλα.
Αυτή η “στροφή προς την συμμετοχικότητα” (participatory turn)1 βασίστηκε στις διάφορες μεθόδους διαβούλευσης και συμμετοχής πολιτών και κοινωνικών ομάδων που αναπτύχθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες (Arnstein, 1969), ενώ ενισχύθηκε σημαντικά από την έκρηξη των νέων τεχνολογιών, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και σύγχρονων πολιτικών θεωριών. Στην αρχιτεκτονική, τον αστικό σχεδιασμό και την πολεοδομία ο συμμετοχικός σχεδιασμός (participatory design) έχει τις ρίζες του στην δεκαετία του 1960, όπου συνδέθηκε με κινήσεις πολιτών που διεκδικούσαν διαφάνεια και μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων σχετικά με το δημόσιο χώρο και την πόλη. Η έννοια της συμμετοχής του κοινού άρχισε να γίνεται κεντρική σε αρκετά έργα όπως το Urbino του Giancarlo di Carlo και το Non-Plan του Reyner Banham. Παράλληλα, αρκετοί Δήμοι και κεντρικές Κυβερνήσεις άρχισαν να υιοθετούν και να ενσωματώνουν μεθόδους και τρόπους συμμετοχής των πολιτών στο σχεδιασμό, ιδιαίτερα σε προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πρόγραμμα SAAL στην Πορτογαλία τη δεκαετία του 1970.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται συνεχείς τομές και η έννοια της συμμετοχικότητας επανεξετάζεται στο πλαίσιο εισαγωγής όλο και περισσότερων “δημοκρατικών καινοτομιών” (Manzini and Rizzo, 2011) στο σχεδιασμό. Παρότι οι συμμετοχικές διαδικασίες (Public Participation /PP) στο σχεδιασμό του δημοσίου χώρου έχουν μερικώς εισαχθεί στην ελληνική νομοθεσία (πχ Σχέδια Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας – ΣΒΑΚ), οι αρμόδιοι φορείς δεν είναι εξοικειωμένοι. Συνήθως λαμβάνουν χώρα τυπικές διαδικασίες διαβούλευσης και οι συγκρούσεις συμφερόντων (πχ περιβαλλοντικές συγκρούσεις) μένουν ανεπίλυτες και δυσχαιρένουν την υλοποίηση του σχεδιασμού. Η ανάγκη για μια διαφορετική προσέγγιση σχεδιασμού του δημοσίου χώρου εγείρεται, με αποτέλεσμα την εξέλιξη μεθοδολογιών λήψης αποφάσεων από τους χρήστες προς την πολιτεία.